- σκυλοφάγωμα
- -ατος, το, Ν1. συμπλοκή, αλληλοσπαραγμός σκύλων2. μτφ. έντονη φιλονικία μεταξύ ανθρώπων, σκυλοκαβγάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλοφάγωμα — το 1. αλληλοσπαραγμός σκύλων. 2. έριδα, καβγάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)